- νταγιαντίζω
- μετ.1) терпеть, выносить, переносить; 2) опираться, находить опору
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταγιαντίζω — και νταγιαντώ (λ. τουρκ.), νταγιάντισα, νταγιαντισμένος, υπομένω, υποφέρω, ανέχομαι, βαστώ: Βάστα καρδιά, νταγιάντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταγιαντίζω — και νταγιαντώ και άω 1. δέχομαι αναγκαστικά μια δυσάρεστη κατάσταση, υπομένω, βαστώ, αντέχω («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου τον καημό», δημ. τραγούδι) 2. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω («δεν νταγιαντίζω κανένα») 3. (διαλ.)… … Dictionary of Greek
νταγιάντισμα — το [νταγιαντίζω] το αποτέλεσμα τού νταγιαντίζω, ανοχή, υπομονή … Dictionary of Greek
ανταγιάντιστος — η, ο ανυπόφορος, αβάσταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νταγιαντίζω «υπομένω, υποφέρω, βαστώ»] … Dictionary of Greek